- ναματερό
- ναματερό τοспециальный богослужебный сосуд, в котором хранится вино для совершения таинства Евхаристии
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
ναματερό — το δοχείο στο οποίο τοποθετείται το νάμα που προορίζεται για τη θεία μετάληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶμα, ατος + κατάλ. ερό (πρβλ. λαδ ερό, τσαγ ερό)] … Dictionary of Greek